-
1 ἀγέλη
A herd, of horses, Il.19.281; elsewhere in Hom. always of oxen and kine, Il.11.678, etc., cf. βούνομος·—also, any herd or company, συῶν ἀ. Hes.Sc. 168;ἀ. παρθένων Pi.Fr. 112
; ;πτηνῶν ἀγέλαι S.Aj. 168
, E. Ion 106; shoal of fish, Opp.H.3.639: metaph.,πόνων ἀγέλαι E.HF 1276
:—also in Pl.R. 451c, Arist.HA 570a27, etc., but rare in early Prose.II in Crete and at Sparta, bands in which boys were trained, Ephor. 64, Plu.Lyc.16, Heraclid.Pol.15, GDI 4952 ([place name] Dreros), etc.;νέων ἀ. Epigr.Gr.223.8
([place name] Miletus); ἀϊθέων ib.239 ([place name] Smyrna).III = ἀστρικαὶ σφαῖραι Theol.Ar.43.6. -
2 πτήσσω
Aπτήξω AP 12.141
codd. (Mel.): [tense] aor. , etc., [dialect] Dor.ἔπταξα Pi.P. 4.57
, [dialect] Ep.πτῆξα Il.14.40
: [tense] aor. 2 ἔπτᾰκον in compd.καταπτακών A.Eu. 252
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualκαταπτήτην Il.8.136
: [tense] pf.ἔπτηχα Isoc.5.58
, ([etym.] κατ-) Lycurg.40, D.4.8; later ἔπτηκα ([etym.] κατ-) Them.Or.24.309b; [dialect] Ep.part. πεπτηώς, ῶτος (v.infr.11.2).I Causal, scare, alarm,πτῆξε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν Il.14.40
;ἐχθροὺς πτῆξαι Thgn.1015
.II intr., crouch or cower for fear, of animals, (anap.);πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 209
; [πῶλος] π. αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
, cf. Ar.Av. 777; of human beings,ἔπταξαν ἀκίνητοι σιωπᾷ Pi.P.4.57
; ὑπὸ φόβῳ π. E.Ba. 1035 (lyr.);πτῆξαι ταπεινήν Id.Andr. 165
;π. θυμόν S.OC 1466
(lyr.); κακῶς πάσχων π. Pl.Smp. 184b;δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα.. πτῆξαι X.Cyr.3.1.26
; ἐκποδὼν π. Ar.Th.36: with Preps.,π. ἐν μυχοῖς πέτρας E.Cyc. 408
;εἰς ἕνα χῶρον Ar.Lys. 770
; πόλις πρὸς πόλιν π. E.Supp. 269;βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ' ὕπο Id.HF 974
: c. acc. loci, βωμὸν π. Id. Ion 1280.3 c. acc. rei, crouch for fear of.., (anap.);φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτούς X.Cyr.3.3.18
;ταῖς διανοίαις μὴ πτήξαντες τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον Lycurg.49
;δόρυ Lyc.280
, IG14.1296: abs.,ὁ λέων.. ὁρώμενος.. οὐδέποτε φεύγει οὐδὲ πτήσσει Arist. HA 629b13
.
См. также в других словарях:
άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… … Dictionary of Greek